- νυστακτής
- νυστ-ακτής, οῦ, ὁ,A drowsy,
ὕπνος Ar.V. 12
, Alciphr.3.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕπνος Ar.V. 12
, Alciphr.3.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυστακτής — νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω] (για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω … Dictionary of Greek
νυστακτής — drowsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο … Dictionary of Greek